παρασκευαστής — provider masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασκευαστής — ο, ΝΑ θηλ. στρια, Ν [παρασκευάζω] αυτός που παρασκευάζει κάτι νεοελλ. βαθμός τού βοηθητικού προσωπικού τού πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια … Dictionary of Greek
παρασκευασταί — παρασκευαστής provider masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασκευαστάς — παρασκευαστά̱ς , παρασκευαστής provider masc acc pl παρασκευαστά̱ς , παρασκευαστής provider masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλατοπηγός — ο αυτός που στερεοποιεί σε αλάτι το θαλασσινό νερό, παρασκευαστής αλατιού, αλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πηγός < πήγνυμι, πρβλ. και ναυπηγός. ΠΑΡ. αλατοπηγείο, αλατοπηγία, αλατοπήγιο] … Dictionary of Greek
αλλαντοποιός — ο (Α ἀλλαντοποιός) παρασκευαστής αλλαντικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς ( ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία] … Dictionary of Greek
αλφιτοποιός — ἀλφιτοποιός, ο (AM) παρασκευαστής αλφίτων, αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + ποιὸς < ποιῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτοποιία μσν. ἀλφιτοποιῶ] … Dictionary of Greek
αμυλοποιός — ο παρασκευαστής αμύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αμυλοποιείο, αμυλοποιός] … Dictionary of Greek
αρωματοποιός — ο, η ο παρασκευαστής αρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη] … Dictionary of Greek
ετοιμαστής — ἑτοιμαστής, ὁ (Α) [ετοιμάζω] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει κάτι («ὢν γὰρ ἑτοιμαστὴς καὶ παρασκευαστὴς ὁ θεὸς ἀγαθῶν», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek