παρασκευαστής

παρασκευαστής
ο
θηλ. παρασκευάστρια
1. αυτός που παρασκευάζει.
2. βοηθός καθηγητή πανεπιστημίου, που ετοιμάζει παρασκευάσματα για πειράματα: Ο σύλλογος των παρασκευαστών του Πανεπιστημίου ζήτησε αύξηση των αποδοχών του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρασκευαστής — provider masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευαστής — ο, ΝΑ θηλ. στρια, Ν [παρασκευάζω] αυτός που παρασκευάζει κάτι νεοελλ. βαθμός τού βοηθητικού προσωπικού τού πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια …   Dictionary of Greek

  • παρασκευασταί — παρασκευαστής provider masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευαστάς — παρασκευαστά̱ς , παρασκευαστής provider masc acc pl παρασκευαστά̱ς , παρασκευαστής provider masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλατοπηγός — ο αυτός που στερεοποιεί σε αλάτι το θαλασσινό νερό, παρασκευαστής αλατιού, αλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πηγός < πήγνυμι, πρβλ. και ναυπηγός. ΠΑΡ. αλατοπηγείο, αλατοπηγία, αλατοπήγιο] …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοποιός — ο (Α ἀλλαντοποιός) παρασκευαστής αλλαντικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς ( ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία] …   Dictionary of Greek

  • αλφιτοποιός — ἀλφιτοποιός, ο (AM) παρασκευαστής αλφίτων, αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + ποιὸς < ποιῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτοποιία μσν. ἀλφιτοποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • αμυλοποιός — ο παρασκευαστής αμύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αμυλοποιείο, αμυλοποιός] …   Dictionary of Greek

  • αρωματοποιός — ο, η ο παρασκευαστής αρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη] …   Dictionary of Greek

  • ετοιμαστής — ἑτοιμαστής, ὁ (Α) [ετοιμάζω] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει κάτι («ὢν γὰρ ἑτοιμαστὴς καὶ παρασκευαστὴς ὁ θεὸς ἀγαθῶν», Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”